- υπεραισθητικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεραισθησία («υπεραισθητικά φαινόμενα»)2. αυτός που έχει υπεραισθησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπεραισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Εμ. Σ. Λυκούδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.